- σταυροφόρῳ
- σταυροφόροςbearing a crossmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταυροφορώ — σταυροφορῶ, έω, ΝΜ [σταυροφόρος] κρατώ σταυρό νεοελλ. μετέχω σε σταυροφορία … Dictionary of Greek